- ενδεκάκλινος
- ἑνδεκάκλινος, -ον (Α)(σκωπτικώς) αυτός που έχει τόσο μεγάλο κεφάλι ώστε χρειάζεται ένδεκα ανάκλιντρα για να ξαπλώσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑνδεκακλίνου — ἑνδεκάκλινος with eleven couches masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)